Το τσάμικο του ΜΠΕΛΕΣΗ .....Θάμπωσε την βασιλισσα ΑΜΑΛΙΑ


Ο μπαρμπα-Αντώνης ο Μπέλεσης απο την Ρειχιά , πατέρας του Στυλιανού,είχε καταδικαστεί εις θάνατον από το βασιλιά Όθωνα για απρεπή συμπεριφορά ,όταν υπηρετούσε την εθνοφρουρά.
Τον έκλεισαν στα μπουντρούμια της Ακροναυπλίας και περίμεναν την ημέρα της εκτέλεσης.
Έφτασε λοιπόν αυτή η μέρα και ο δεσμοφύλακας ,βάσει του δικαιώματος που έχει ο μελλοθάνατος ρώτησε τον Αντώνη Μπέλεση ,ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία.
Και προς έκπληξη όλων ,ο μελλοθάνατος Αντώνης Μπέλεσης ,ζήτησε να χορέψει στην πλατεία του Ναυπλίου με τη μουσική του δήμου ,και να παρακολουθήσουν όλοι , η βασιλική οικογένεια , η βασιλική φρουρά και η παλατιανή κοινωνία του Ναυπλίου.
Η επιθυμία του μελλοθάνατου έγινε δεκτή ,μια επιθυμία ,που μόνο οι τολμηροί και οι θαρραλέοι σαν τον μπαρμπα-Αντώνη μπορούσαν να τη εκφράσουν.
Προετοίμασαν την πλατεία με εξέδρες για τους βασιλείς ,τη φρουρά τους,την εθνοφυλακή,την παλατιανή κοινωνία και τους ξένους παρατηρητές που θα παρακολουθούσαν το χορό του μελλοθανάτου.
Ήρθε η μουσική του Δήμου Ναυπλίου που το Ναύπλιο τότε ήταν η πρωτεύουσα της Ελλάδας .Εφεραν και τη λαιμητόμο και την έστησαν δίπλα στο χώρο της πίστας ,που θα χόρευε ο Αντώνης Μπέλεσης.
Όταν όλα ετοιμάστηκαν ,έφτασαν στην πλατεία οι επίσημοι καλεσμένοι και κατόπιν οι βασιλείς.Απέμεινε μονο η είσοδος του μπαρμπα –Αντώνη στην πλατεία.
Όλοι σεβάστηκαν την επιθυμία του και όλοι ήταν περίεργοι να δουν τον νέο ,αυτόν που είχε το θάρρος την τόλμη και τη δύναμη να χορέψει και μετά να βάλει το κεφάλι του στην λαιμητόμο και να τον αποκεφαλίσουν.
Η διαταγή ήταν βασιλική ,δεν χρειάστηκαν δικαστές ,δικαστήρια και μάρτυρες . «Βασιλική είν’η διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.»





Ο μπαρμπα – Αντώνης και η σύζυγός του η θεια –Λένη
η μαστόρισσα στα ματζούνια και τα γιατροσόφια
 συμβούλευε τις έγκυες από τα πρώτα στάδια
και ήταν μαμμή έως τον τοκετο


Ο γενναίος μπαρμπα-Αντώνης ,συνοδεία με τους δεσμοφύλακες περπάτησε προς το χώρο της εκτέλεσης αλυσοδεμένος μπροστά από την εξέδρα των βασιλέων και των επισήμων τους.Οι δεσμοφυλακες ,αφαίρεσαν τις αλυσίδες από τα χέρια και τα πόδια του.
Ο Αντώνης Μπέλεσης περπάτησε προς τη λαιμητόμο.Περιεργάστηκε λίγο το ψυχρό και άχαρο εργαλείο ,το φτιαγμένο από τον άνθρωπο για τους ασυμβίβαστους.Ήξερε ,ότι σε λίγο οι κοφτερές λεπίδες ,θα του αφαιρούσαν τη ζωή.
Ακούμπησε την παλάμη του στη λαιμητόμο σαν να χαιρέτησε το δήμιο που θα έκοβε το νήμα της ζωής του.Έδωσε το σήμα στην ορχήστρα να αρχίσει.

Το πρόσωπό του άστραφτε από μια δύναμη που ερχότανε μέσα από τα βάθη του ασυμβίβαστου εσωτερικού του κόσμου.Αρχισε να χορεύει.Μα αυτός ,δεν ήταν χορός,ήταν το κάτι άλλο.Έκθαμποι έμειναν όλοι.έβλεπαν ένα νέο μόλις στα 20-25 του χρόνια να χορεύει με πάθος.Δεν πατούσε σχεδόν κάτω.Βρισκόταν πάντα στον αέρα κι έκανε τη μια φιγούρα μετά την άλλη ,δίχως τελειωμό.Ο βασιλιάς Οθων ,παρακολουθούσε τον μελλοθάνατο στρατιώτη-χορευτή να χορεύει με μια υπερφυσική λεβεντιά.Βούρκωσαν τα μάτια του βασιλιά που σε λίγο αυτός ο νέος δε θα υπήρχε πια.Η βασίλισα Αμαλία αισθάνθηκε κι αυτή το ίδιο.Γυρίζει προς τον Όθωνα και με δάκρυα στα μάτια της ,του λέει: «Μεγαλιότατε ,τέτοιους νέους η μικρή μας χώρα τους εχει ανάγκη ,τους χρειάζεται για τη διατήρηση και συνέχιση αυτής της λεβεντιάς.Ο τόπος χρειάζεται νέους σαν κι αυτό το στρατιώτη και στο ζητώ σαν προσωπική χάρη ,μεγαλειότατε,να αναβάλλετε την αποκεφάλισή του και να του χαρίσετε τη ζωή.Ο βασιλιάς,αν και ήταν βαρύκοος,εντούτοις άκουσε τι του είπε η βασίλισσα και της απάντησε : «Θα εκπληρωθεί η επιθυμία σου».Κι έτσι ο μελλοθάνατος στρατιώτης Αντώνης Μπέλεσης γλίτωσε από βέβαιο αποκεφαλισμό,χάρη στο θάρρος και στη λεβεντιά σου.
Στο αριστερό μέρος του στήθους του και στο μέρος της καρδιάς ,ζωγράφισε αργότερα με τατουάζ ολόκληρη τη βασίλισσα Αμαλία που του χάρισε τη ζωή του.

                                                                                                   γράφει  ο ΓΙΩΡΓΟΣ  ΜΠΕΛΕΣΗΣ